-
1 ἁπλῶς
ἁπλῶς, adv. zu ἁπλόος, einfach, schlicht, λέγειν, dem ἀκριβῶς entgegengesetzt, Isocr. 4, 11; vgl. 154; λίαν ἁπλῶς ἔχειν 4, 18; ohne Ausnahme, schlechthin, unbedingt; ἁπλῶς οὕτως, oft bei Plat., z. B. Prot. 351 d; οὕτως ἁπλῶς Rep. 551 a; ὁ τὸν νόμον τιϑεὶς ἁπλῶς εἶπε Dem. 19, 7, Ggstz οὐ διώρισε; bestimmt, καὶ ἀτεχνῶς Plat Phaed. 100 d; – Pol. u. Sp. ἁπλῶς οὐ, durchaus nicht, 1, 4, 43.
-
2 απλώς
ἀπό-λόωlǎvo: pres ind act 2nd sg (doric)——————ἁπλόςadverbialἁπλόωmake single: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἁπλῶςsingly: indeclform (adverb) -
3 ἁπλῶς
ἁπλῶς adv. fr. ἁπλοῦς (Aeschyl.+).① pert. to being straightforward, simply, above board, sincerely, openly of guileless response to someth. that arrests one’s attention (Demosth. 23, 178; M. Ant. 3, 6, 3 al.; Epict. 2, 2, 13; Philo, Ebr. 76; Just., D. 65, 2; Ath., R. 60, 32 al.; Iren. 5, 30, 1 [Harv. II 407, 6; w. ἀκακῶς]) w. διδόναι without reservation Js 1:5 (s. MDibelius ad loc.; HRiesenfeld, ConNeot 9, ’44, 33–41); Hm 2:4 without having second thoughts about the donation (s. ἁπλότης 1) ἁ. τι τελέσαι fulfill someth. without reservation Hm 2:6a, cp. b. Pray wholeheartedly, with confidence προσευχὰς ἀναφέρειν 2 Cl 2:2. Comp. ἁπλούστερον (Isaeus 4, 2) γράφειν write very plainly B 6:5 (cp. Iren. 1, prol. 3 [Harv. I 6, 5]).② pert. to simplicity in verbal expressionⓐ in short, in a word (Epict. 3, 15, 3; 3, 22, 96; Just., A I, 67, 6 ἁ. πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι ‘in brief, all who are in need’, D. 5, 4 al.; Iren., 1, 18, 3 [Harv. I 172, 17]) ἁ. εἰπεῖν (TestAbr 10 p. 87, 27 [Stone p. 22]; 17 p. 99, 28 [St. p. 46]) to put it succinctly Dg 6:1 (the mng. frankly or bluntly i.e. not obliquely or deviously [M. Ant. 5, 7, 2; schol. on Apollon. Rhod. 2, 844–47a ἁπλῶς κ. κατὰ ἀλήθειαν ἐξειπεῖν=to state it simply and as it really is] is less prob. here, for the preceding context consists of explicit details).ⓑ simply, at all w. neg. expr. (reff. in Riesenf., op. cit. 37f, and Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 224 Jac. p. 582, 18 ἁ. οὐδείς; Diod S 3, 8, 5 ἁ. οὐ; Just., A II, 2, 16, D. 6, 1; Eur., Rhesus 851) ἁ. οὐ δύναμαι ἐξηγήσασθαι I simply cannot describe ApcPt 3:9.—M-M. Spicq. -
4 απλως
1) просто Plat., Arst.2) прямо, напрямик, без обиняков Xen., Dem., Polyb.3) простодушно, наивно Isocr.4) без прикрас, без затей, безыскусственно(λέγειν Isocr.)
5) вскользь, поверхностно(λίαν ἁ. πραγματεύειν Arst.)
6) вообщеτὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. — благо вообще
-
5 άπλως
ἅ̱πλως, ἁπλόωmake single: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἁπλόωmake single: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
6 ἅπλως
ἅ̱πλως, ἁπλόωmake single: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἁπλόωmake single: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
7 ἁπλῶς
ἁπλῶς, adv. zu ἁπλόος, einfach, schlicht; dem ἀκριβῶς entgegengesetzt; ohne Ausnahme, schlechthin, unbedingt; Ggstz οὐ διώρισε; bestimmt -
8 απλώς
-
9 ἀπλῶς
Βλ. λ. απλώς -
10 ἁπλῶς
Βλ. λ. απλώς -
11 ἁπλῶς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁπλῶς
-
12 απλώς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απλώς
-
13 ἁπλῶς
+ D 0-0-0-1-2=3 Prv 10,9; 2 Mc 6,6; Wis 16,27simply Wis 16,27; in integrity, in sincerity Prv 10,9οὔτε ἁπλῶς not at all 2 Mc 6,6 Cf. HORSLEY 1989, 77 -
14 ἁπλῶς
просто, прямо, простодушно, искренне.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁπλῶς
-
15 ἁπλῶς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁπλῶς
-
16 ἁπλῶς
A singly, in one way,μένειν ἁ. ἐν τῇ αὑτοῦ μορφῇ Pl.R. 381c
, etc.; ἁ. λέγεσθαι in one sense, opp. πολλαχῶς, Arist.Top. 158b10; ἁ. λεγόμενα, opp. συμπλεκόμενα, Id.Metaph. 1014a19, cf. Ph. 195b15; opp. κατ' ἀλλήλων λέγεσθαι, without distinction of subject and predicate, Metaph. 1041b1; ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁ. παντοδαπῶς δὲ κακοί Poët. ap. EN 1106b35, etc.II simply, plainly,ἀλλ' ἁ. φράσον A.Supp. 464
;ἁ. τι φράζουσ' Id.Ch. 121
;ἁ. εἰπεῖν Isoc.4.154
;λαλεῖν Anaxil.22.23
.b openly, frankly, Isoc.3.52, X.HG4.1.37; in good faith, D.18.308, etc.: in bad sense, ἁ. ἔχειν to be a simpleton, Isoc.4.16.c in its natural state, uncooked, of food, Jul.Or.6.192b.2 simply, absolutely,ἁ. ἀδύνατον Th.3.45
; τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁ. no ship was absolutely sunk (though some were disabled), Id.7.34;ἁ. οὐδὲ ἕν.. συνίημι Philem.123
; ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ.. ἁ. simply all the good things there are, Ar.Ach. 873;ἔδωκ' ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁ. D. 18.179
; ἁ. absolutely, opp. κατά τι ( relatively), Arist.Top. 115b12; opp. πρός τι, APr. 41a5; opp. πρὸς ἡμᾶς, APo. 72a3; opp. τινί, Top. 116a21; ἁ. βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, etc., Cael. 311a17,27, Mete. 386b32, al.; τὸ ἁ. καλόν, τὸ ἁ. ἀγαθόν, etc., EN 1136b22, 1134b4, al.; opp. ὁτιοῦν ( in some particular), Pol. 1301a29; strengthd.ἁ. οὕτως Pl. Grg. 468c
, D.21.99; τὴν ἁ. δίκην absolute, strict justice, opp. τοὐπιεικές and χάρις, S.Fr. 770;ἡ τελεία καὶ ἁ. κακία Arist.EN 1138a33
; τὸ ἁ. the absolute, Dam.Pr.5: [comp] Comp.ἁπλούστερον Is.4.2
;- τερως Str.6.2.4
: [comp] Sup.ἁπλούστατα Pl.Lg. 921b
.4 generally, opp. σαφέστερον, Arist.Pol. 1341b39, al.; ὡς ἁ. εἰπεῖν ib. 1285a31, EN 1115a8, al.;ἁ. δηλῶσαι Hell.Oxy.11.4
;τὸν ἀκριβῶς ἐπιστάμενον λέγειν ἁ. οὐκ ἂν δυνάμενον εἰπεῖν Isoc.4.11
, cf. Demetr.Eloc. 100, 243: in bad sense, loosely, superficially,λίαν ἁ. Arist.Metaph. 987a21
, GA 756b17, al.; οὐχ ἁ. φέρειν not lightly, E.IA 899.5 foolishly, Plu.2.72b. -
17 απλώς
едноcтавноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > απλώς
-
18 απλώς
1) bêtement2) bonnement -
19 απλώς
prosto przysł. -
20 απλώς
jednoduše
См. также в других словарях:
απλώς — και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ. απλά, φυσικά, απονήρευτα αρχ. 1. κατά ένα και μόνο τρόπο 2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά 3. απόλυτα, ανεξαίρετα … Dictionary of Greek
ἁπλῶς — ἁπλός adverbial ἁπλόω make single pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁπλῶς singly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλῶς — ἀπό λόω lǎvo pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅπλως — ἅ̱πλως , ἁπλόω make single imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁπλόω make single imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek